- νομική σχέση
- Στη νεότερη γενική θεωρία του δικαίου είναι η σχέση μεταξύ δύο υποκειμένων που ρυθμίζεται από αυτό. Το ένα από τα υποκείμενα αυτά (ενεργό υποκείμενο) είναι φορέας υποκειμενικού δικαιώματος και το άλλο (παθητικό υποκείμενο) είναι φορέας υποχρεώσεων. Η γέννηση της ν.σ. συνάπτεται με την κτήση υποκειμενικού δικαιώματος από μέρους ορισμένου προσώπου. Η κτήση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρόπο πρωτότυπο (όταν δεν υπάρχει μεταβίβαση από ένα άλλο πρόσωπο) ή παράγωγο (όταν το δικαίωμα μεταβιβάζεται από άλλο υποκείμενο). Στη δεύτερη αυτή περίπτωση γίνεται λόγος για διαδοχή που μπορεί να είναι διαδοχή μεταξύ ζωντανών ή διαδοχή εξαιτίας θανάτου. Η ν.σ. μπορεί να γνωρίσει μεταβολές από μέρους είτε του ενεργού είτε του παθητικού υποκειμένου. Η ν.σ. παύει να υπάρχει με την επέλευση φυσικών ή βουλητικών αιτίων, τα οποία διαλύουν τη μεταξύ των νομικών υποκειμένων αλληλεξάρτηση. Ως προς τη φύση της σχέσης, διακρίνονται σχέσεις οικογενειακές, εμπράγματες, ενοχικές, διαδοχής εξαιτίας θανάτου, που όλες είναι ιδιωτικού δικαίου. Δημόσιες είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ του κράτους, φορέα δημόσιας εξουσίας, και του ατόμου με την ιδιότητα του πολίτη ή άλλη ιδιότητα ή, σύμφωνα με άλλον ορισμό που προέρχεται και αυτός από τις πηγές του ρωμαϊκού δικαίου, οι σχέσεις που αφορούν κατά πρώτο λόγο το δημόσιο συμφέρον και κατά δεύτερο λόγο ή εντελώς ασήμαντα και το ατομικό. Η θεωρία της ν.σ. καλλιεργήθηκε στους νεότατους χρόνους σε συνδυασμό με τις προσωποκρατικές αντιλήψεις για το δίκαιο, οι οποίες τονίζουν τον διαπροσωπικό χαρακτήρα του νομικού δεσμού. Κάθε πρόσωπο έχει τη νομική του ζωή και τη ν.σ. του. Η διάκριση τους από τις μη ν.σ. βρίσκεται στο γεγονός ότι ρυθμίζονται από τον νόμο και δημιουργούν δεσμευτικές καταστάσεις για τα άτομα. Για παράδειγμα, ο γάμος ως ν.σ. δεσμεύει τους συζύγους και καθορίζει σε μεγάλο ποσοστό τη συμπεριφορά τους, ενώ παράλληλα αποτελεί και κοινωνική σχέση - καθώς και συναισθηματική - μεταξύ δύο ατόμων με άλλα τελείως διαφορετικά αποτελέσματα.
Dictionary of Greek. 2013.